- βλεφαροσπασμός
- ο(οφθαλμ.) ακούσια σύσπαση του σφιγκτήρα μυός των βλεφάρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλεφαρόσπασμος — βλεφαρόσπασμος, ο και βλεφαρόσπασμα, το συχνός σπασμός των βλεφάρων, που οφείλεται σε νευρικότητα: Του έμεινε ένας βλεφαρόσπασμος μετά το νευρικό κλονισμό που πέρασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek